μακροπόρευτος

Revision as of 17:10, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ον, far-journeying, μ. βίος PLit.Lond.98 ii 12 (Dioscorus).

Greek Monolingual

μακροπόρευτος, -ον (Α)
πάπ. αυτός που πορεύεται μακριά ή εκτείνεται σε μεγάλη χρονική απόσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + πορευτός (< πορεύομαι)].

German (Pape)

der weit gereist ist, Schol. Il. 5.280.