μακροκαταληκτέω

Revision as of 17:12, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

end with a long syllable, Choerob. in Theod.2.355 H., Eust.26.36:—Med., Hdn.Gr. in An.Ox.3.229:— hence μακρο-κατάληκτος, ον, Did. ap. St.Byz. s.v. Πνύξ, A.D.Pron.11.10, al.; μακρο-καταληξία, ἡ, Choerob.l.c.

Greek (Liddell-Scott)

μακροκαταληκτέω: καταλήγω εἰς μακρὰν συλλαβήν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 317, Εὐστ.· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἡρῳδιαν. ἐν Ὀξων. Ἀνεκδ. 3. 229· μακροκατάληκτος, ον, ἐπίθετ., καὶ μακροκαταληξία, ἡ, οὐσιαστ., αὐτόθι 4. 381.

Russian (Dvoretsky)

μακροκᾰτᾰληκτέω: стих. оканчиваться на долгий слог.

German (Pape)

auf eine lange Silbe endigen, Schol. Ar. Ran. 317 und a. Gramm.