μακροκαταληκτέω

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροκαταληκτέω Medium diacritics: μακροκαταληκτέω Low diacritics: μακροκαταληκτέω Capitals: ΜΑΚΡΟΚΑΤΑΛΗΚΤΕΩ
Transliteration A: makrokatalēktéō Transliteration B: makrokatalēkteō Transliteration C: makrokatalikteo Beta Code: makrokatalhkte/w

English (LSJ)

end with a long syllable, Choerob. in Theod.2.355 H., Eust.26.36:—Med., Hdn.Gr. in An.Ox.3.229:—hence μακροκατάληκτος, ον, Did. ap. St.Byz. s.v. Πνύξ, A.D.Pron.11.10, al.; μακρο-καταληξία, ἡ, Choerob.l.c.

Greek (Liddell-Scott)

μακροκαταληκτέω: καταλήγω εἰς μακρὰν συλλαβήν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 317, Εὐστ.· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἡρῳδιαν. ἐν Ὀξων. Ἀνεκδ. 3. 229· μακροκατάληκτος, ον, ἐπίθετ., καὶ μακροκαταληξία, ἡ, οὐσιαστ., αὐτόθι 4. 381.

Russian (Dvoretsky)

μακροκᾰτᾰληκτέω: стих. оканчиваться на долгий слог.

German (Pape)

auf eine lange Silbe endigen, Schol. Ar. Ran. 317 und a. Gramm.