ἐμφυτευτικάριος
Greek Monolingual
ο (Μ ἐμφυτευτικάριος), καλλιεργητής αγροτικού κτήματος με μακροχρόνια μίσθωση.
German (Pape)
ὁ, Erbpächter, Basilic.
ο (Μ ἐμφυτευτικάριος), καλλιεργητής αγροτικού κτήματος με μακροχρόνια μίσθωση.
ὁ, Erbpächter, Basilic.