εὐβίοτος

Revision as of 18:42, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")

English (LSJ)

[ῐ], ον, A easily finding their food, of certain animals, Arist. HA609b19, 615a18. II leading an honest life, respectable, D.C. 52.39, prob. in Antioch Astr. in Cat.Cod.Astr.1.110: written -βίωτος in IG5(2).491 (Megalopolis, ii/iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1058] gut, behaglich lebend, im Gegensatz von κακόβιος, Thiere, die sich ihren Lebensunterhalt zu verschaffen wissen, καὶ εὐμήχανα πρὸς τὸν βίον Arist. H. A. 9, 11. 16; von Menschen, auf das Sittliche gehend, neben κόσμιος D. Cass. 52, 39.

Russian (Dvoretsky)

εὐβίοτος: легко добывающий себе пропитание (ζῷον Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐβίοτος: -ον, ὁ εὐκόλως εὑρίσκων τὴν τροφὴν αὐτοῦ, ἐπὶ τινων ζῳων, Ἀριστ.π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 23., 11. 5, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, διάγων βίον καλόν, ἀξιότιμος, Δίων Κ. 52, 39.

Greek Monolingual

εὐβίοτος, -ον (Α)
1. (για ζώα) αυτός που βρίσκει την τροφή του εύκολα
2. (για ανθρώπους) αυτός που διάγει ενάρετο βίο («ὅταν σε ὁρῶσι κόσμιον, εὐβίοτον», Δίων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βίοτος (< βιώ)].