κόσμιον
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
English (LSJ)
τό, Dim. (in form) of κόσμος, D.S.25.15, Plu.2.141 d, BGU1024 v 27 (iv A. D.); κ. ἡμέρας Secund.Sent.5; τὰ τῆς ἀρχῆς κ. the insignia of office, D.S.38/9.16; τὰ βασιλικὰ κ. Plu.Demetr.45; στρατηγικά Id.Ant.17.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
ornement, insigne.
Étymologie: κόσμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόσμιον -ου, τό [κόσμος] insigne.
Russian (Dvoretsky)
κόσμιον:
I τό благопристойность, скромность Soph., Plat.
II τό
1 украшение, знак отличия (τὰ κόσμια στρατηγικά Plut.);
2 знак достоинства или власти (τὰ τῆς ἀρχῆς κόσμια Diod.): τὰ βασιλικὰ κόσμια Plut. царские регалии.
Greek (Liddell-Scott)
κόσμιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόσμος, Διοδ. Ἐκλογ. 512. 27, Πλούτ. 2. 141Ε· τὰ τῆς ἀρχῆς κ., τὰ σήματα (insignia) τοῦ ἀξιώματος, Διοδ. Ἐκλογ. 616. 37· τὰ βασιλικὰ κ. Πλουτ. Δημήτρ. 45· στρατηγικὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 17.