κόσμιον
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
English (LSJ)
τό, Dim. (in form) of κόσμος, D.S.25.15, Plu.2.141 d, BGU1024 v 27 (iv A. D.); κ. ἡμέρας Secund.Sent.5; τὰ τῆς ἀρχῆς κ. the insignia of office, D.S.38/9.16; τὰ βασιλικὰ κ. Plu.Demetr.45; στρατηγικά Id.Ant.17.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
ornement, insigne.
Étymologie: κόσμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόσμιον -ου, τό [κόσμος] insigne.
Russian (Dvoretsky)
κόσμιον:
I τό благопристойность, скромность Soph., Plat.
II τό
1 украшение, знак отличия (τὰ κόσμια στρατηγικά Plut.);
2 знак достоинства или власти (τὰ τῆς ἀρχῆς κόσμια Diod.): τὰ βασιλικὰ κόσμια Plut. царские регалии.
Greek (Liddell-Scott)
κόσμιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόσμος, Διοδ. Ἐκλογ. 512. 27, Πλούτ. 2. 141Ε· τὰ τῆς ἀρχῆς κ., τὰ σήματα (insignia) τοῦ ἀξιώματος, Διοδ. Ἐκλογ. 616. 37· τὰ βασιλικὰ κ. Πλουτ. Δημήτρ. 45· στρατηγικὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 17.