χερσόβιος

Revision as of 19:00, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")

English (LSJ)

ον, living on dry land, opp. λιμνόβιος, Philum.Ven. 36.1.

German (Pape)

[Seite 1351] auf dem festen Lande lebend, Gegensatz λιμνόβιος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χερσόβιος: -ον, ὁ ζῶν ἐπὶ τῆς χέρσου, τῆς ξηρᾶς, ἀντίθετον τῷ λιμνόβιος, Ἀετ. Ἀλεξιφ. 36.

Greek Monolingual

-ον, ΝΑ
νεοελλ.
βιολ. αυτός που ζει αποκλειστικά στην ξηρά («χερσόβιοι οργανισμοί»)
αρχ.
αυτός που ζει στην ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τον λιμνόβιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + βίος (πρβλ. λιμνό-βιος, ὑγρό-βιος)].