λιμνόβιος
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (LSJ)
λιμνόβιον, living in a lake, opp. χερσόβιος, Ael.NA6.10, Philum.Ven.36.1.
German (Pape)
[Seite 48] im See, Sumpfe lebend, Ael. N. A. 6, 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vit dans les étangs.
Étymologie: λίμνη, βίος.
Greek (Liddell-Scott)
λιμνόβῐος: -ον, ὁ ζῶν πλησίον λίμνης ἢ τρεφόμενος ἐκ τῶν ἰχθύων τῆς λίμνης, Αἰλ. π. Ζ. 6. 10.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α λιμνόβιος, -ον)
αυτός που ζει μέσα ή κοντά σε λίμνη
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το λιμνόβιο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια υδροχαριτίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + -βιος (< βίος), πρβλ. αιωνόβιος, βραχύβιος].