θήρευσις
English (LSJ)
εως, ἡ, hunting, the chase, πεζῶν ib.824a: metaph., ὀνομάτων θηρεύσεις Id.Tht.166c.
German (Pape)
[Seite 1209] ἡ, das Jagen; neben ἄγρα Plat. Legg. VII, 824 a; übertr., ὀνομάτων Theaet. 166 c.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de chasser, chasse, poursuite.
Étymologie: θηρεύω.
Russian (Dvoretsky)
θήρευσις: εως ἡ
1 охота, ловля (θ. τε καὶ ἄγρα Plat.);
2 перен. погоня: ὀνομάτων θηρεύσεις Plat. погоня за словами (gen. obj.) или словесные ловушки (gen. subj.).
Greek (Liddell-Scott)
θήρευσις: -εως, ἡ, τὸ κυνήγιον, ἡ θήρα, Πλάτ. Νόμ. 824Α: μεταφ., ὀνομάτων θηρεύσεις ὁ αὐτ., ἐν Θεαιτ. 166C.