φιλοστοργία

Revision as of 17:04, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

English (LSJ)

ἡ,
A tender love, affection, Antipho Fr.73, Plb.9.13.2, Phld.Hom.p.8 O., BMus.Inscr.481*.79 (Ephes.), etc.; ἡ ἄγαν φιλοστοργία Antip.Stoic.3.254; πρὸς τὸ θρέψαν ἔδαφος Demad.37; πρὸς ἀλλήλους Plb.31.25.1; πρὸς τὴν πατρίδα φιλοστοργία Id.16.17.8; πρὸς τὸν βασιλέα φιλοστοργία Arch.Pap.6.9 (Delos); ἡ φυσικὴ τῶν γόνεων εἰς τέκνα φιλοστοργία D.S.4.44; of an elephant, δεινή τις φ. γέγονε τοῦ θηρὸς πρὸς τὸ παιδίον Phylarch.36J.
2 affectionateness, X.Cyr.1.4.3.
3 of sexual love, D.S.1.64.

German (Pape)

[Seite 1286] ἡ, zärtliche Liebe; Xen. Cyr. 1, 4,3; Pol. 9, 13, 2; πρὸς τὴν πατρίδα 16, 17, 8; πρὸς ἀλλήλους 32, 11, 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
vive affection, tendresse.
Étymologie: φιλόστοργος.

Russian (Dvoretsky)

φιλοστοργία:
1 нежная любовь, горячая привязанность (πρός τινα Polyb., Plut. и εἴς τινα Diod.);
2 привязчивость (ἁπλότης καὶ φ. Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοστοργία: ἡ, τρυφερὰ ἀγάπη, στοργή, ἐπὶ τῆς ἀγάπης τῶν γονέων καὶ τέκνων, Ἀντιφῶν ἐν τοῖς Α. Β. 78· πρός τινα Πολύβ. 9. 123, 2., 32. 11, 1· ἡ φυσικὴ τῶν γονέων εἰς τέκνα φ. Διόδ. 4. 44· ― οὕτως ἐπὶ τοῦ ἐλέφαντος, δεινή τις φ. γέγονε τοῦ θηρὸς πρὸς τὸ παιδίον Φύλαρχος παρ’ Ἀθην. 606Ε. 2) συμπάθεια μετὰ στοργῆς, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 4, 3. 3) ἐπὶ τῆς μεταξὺ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς ἀγάπης, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 555Ε (;)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φιλόστοργος
τρυφερή αγάπη, στοργή («μητρική φιλοστοργία», πάπ.)
αρχ.
1. τρυφερότητα
2. ερωτική αγάπη.

Greek Monotonic

φῐλοστοργία: ἡ, τρυφερή αγάπη, στοργικότητα, σε Ξεν.

Middle Liddell

φῐλοστοργία, ἡ,
tender love, affectionateness, Xen.

English (Woodhouse)

filial affection