θέλκτρον
English (LSJ)
τό,= θελκτήριον, S.Tr.585, prob. in A.R.1.515 (nisi leg. θελκτύν).
German (Pape)
[Seite 1193] τό, = θελκτήριον, καὶ φίλτρα Soph. Tr. 585.
τό,= θελκτήριον, S.Tr.585, prob. in A.R.1.515 (nisi leg. θελκτύν).
[Seite 1193] τό, = θελκτήριον, καὶ φίλτρα Soph. Tr. 585.