ἔλλειμα

Revision as of 18:29, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

ἔλλειμα: τό, ἔλλειψις, ἐλάττωμα, Ἱππ. 28. 5· τὰ καθ’ ὑμᾶς ἐλλείμματα, τὰς ἐξ ὑμῶν ἐξαρτωμένας ἐλλείψεις ἢ ὀλιγωρίας, Δημ. 26. 3· καθυστερήσεις, ὁ αὐτ. 606. 29· τοῦ νόμου ἔλλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 12· τὰ περὶ τὴν διάλεκτον ἐλλ. Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 20.

Russian (Dvoretsky)

ἔλλειμα: ατος τό
1 пропуск, пробел, упущение (τοῦ γεγραμμένου νόμου Arst.);
2 недочет, недостаток (ἐλλείματα μυρία τοῦ καλοῦ Plut.);
3 недоимка, задолженность (ἐλλείματα τέτταρα καὶ δέκ᾽ ἐστὶ τάλαντα Dem.).