ἔλλειμα
Greek (Liddell-Scott)
ἔλλειμα: τό, ἔλλειψις, ἐλάττωμα, Ἱππ. 28. 5· τὰ καθ’ ὑμᾶς ἐλλείμματα, τὰς ἐξ ὑμῶν ἐξαρτωμένας ἐλλείψεις ἢ ὀλιγωρίας, Δημ. 26. 3· καθυστερήσεις, ὁ αὐτ. 606. 29· τοῦ νόμου ἔλλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 12· τὰ περὶ τὴν διάλεκτον ἐλλ. Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 20.
Russian (Dvoretsky)
ἔλλειμα: ατος τό
1 пропуск, пробел, упущение (τοῦ γεγραμμένου νόμου Arst.);
2 недочет, недостаток (ἐλλείματα μυρία τοῦ καλοῦ Plut.);
3 недоимка, задолженность (ἐλλείματα τέτταρα καὶ δέκ᾽ ἐστὶ τάλαντα Dem.).