ἔντορνος
English (LSJ)
ον, turned with the lathe, Pl.Lg.898a; [ὁ κόσμος] κατ' ἀκρίβειαν ἔ. perfectly rounded, Arist.Cael.287b15, cf.IG2.1054f24; πρὸς τὴν ἔ. (sc. γραμμήν) στρογγύλα IG22.244.101 (Piraeus). Adv. -νως Hero Aut.23.3.
Spanish (DGE)
-ον
1 hecho, labrado a torno ἔντορνοι κύκλοι Pl.Lg.898a, σφαῖρα Pl.Lg.898b, πυρηνίδια χαλκᾶ Hero Aut.26.2, cf. 2.3
•torneado con precisión, redondeado σφαιροειδής ἐστιν ὁ κόσμος ... καὶ ... κατ' ἀκρίβειαν ἔ. Arist.Cael.287b16, τοὺς δὲ πόλους ... ἐναρμόσει εἰς τὰ ἐμπόλια ἁρμόττοντας ... ἐντόρνους πανταχῇ ajustará los pernos (que sujetan los tambores de las columnas) encajándolos en sus fundas, bien redondeados por todas partes, IEleusis 157.25 (IV a.C.), cf. IG 22.244.101 (Pireo IV a.C.).
2 adv. -ως a torno ἄξονα ... στρεφόμενον ἐ. Hero Aut.23.3.
German (Pape)
[Seite 857] gedrechselt, abgerundet; σφαῖρα, κύκλοι, Plat. Legg. X, 898 b Arist. coel. 2, 4.
Russian (Dvoretsky)
ἔντορνος:
1 выточенный, точеный (σφαῖρα Plat.);
2 закругленный, шарообразный (κόσμος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔντορνος: -ον, κατασκευασθεὶς διὰ τοῦ τόρνου, τετορνευμένος, Πλάτ. Νόμ. 898Α· κατ’ ἀκρίβειαν ἔντορνος, ἐντελῶς στρογγύλος, Ἀριστ. π. Οὐραν. 2. 4, 13.
Greek Monolingual
ἔντορνος, -ον (Α)
ο κατασκευασμένος ή επεξεργασμένος με τόρνο, τορνευμένος, στρογγυλωμένος.