Καδμογενής
English (LSJ)
ές, Cadmus-born, A.Th.302, S.Tr.116, E.Ph.808 (all lyr.).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 descendant de Cadmos;
2 p. ext. thébain.
Étymologie: Κάδμος, γένος.
Russian (Dvoretsky)
Καδμογενής:
1 рожденный Кадмом, ведущий свой род от Кадма (Ἡρακλῆς Soph.);
2 фиванский Aesch., Eur.
Greek (Liddell-Scott)
Καδμογενής: -ές, ἐκ τοῦ Κάδμου γεννηθείς, Αἰσχύλ. Θήβ. 302, Σοφ. Τρ. 116, Εὐρ.
Greek Monolingual
Καδμογενής, -ές (Α)
αυτός που γεννήθηκε από τον Κάδμο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Κάδμος + -γενής (< γένος), πρβλ. Δαρειο-γενής, Περσο-γενής].