βαρύλογος

Revision as of 13:46, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

English (LSJ)

[ῠ], ον, vented in bitter words, ἔχθεα Pi.P.2.55; offensive, of certain Stoic tenets, Phld.Sto.Herc.339.12.

Spanish (DGE)

(βᾰρύλογος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
insultante, ofensivo, εἶδον ... Ἀρχίλοχον βαρυλόγοις ἔχθεσιν πιαινόμενον he visto a Arquíloco engordar con odios insultantes Pi.P.2.55, cf. Phld.Sto.14.25.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρύλογος -ον βαρύς, λόγος met bittere woorden.

Russian (Dvoretsky)

βαρύλογος: злоречивый (ἔχθη Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύλογος: -ον, ὁ διὰ πικρῶν λέξεων ἐκδηλούμενος, ἔχθεα Πίνδ. ΙΙ. 2. 100.

English (Slater)

βᾰρῠλογος
1 vented in bitter words βαρυλόγοις ἔχθεσιν (P. 2.55)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α βαρύλογος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που είναι βαρύς στα λόγια, λιγομίλητος
αρχ.
εκείνος που λέει βαριά, υβριστικά λόγια.