προαγωνιστής

Revision as of 13:50, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

English (LSJ)

οῦ, ὁ, one who fights for another, champion, Str. 16.4.25, Ph.2.312,542, Luc.Salt.14, Jul.Or.2.87a; π. τῆς δημοκρατίας Poll.4.34.

German (Pape)

[Seite 705] ὁ, Vorkämpfer, Luc. salt. 14; Verfechter, Vertheidiger, Poll. 3, 12; Plut. Lysand. 26 u. sonst.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui combat avant, devant.
Étymologie: προαγωνίζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προαγωνιστής -οῦ, ὁ [προαγωνίζομαι] voorvechter.

Russian (Dvoretsky)

προᾰγωνιστής: οῦ ὁ
1 передовой боец Luc.;
2 борец, защитник (τοῦ μύθου Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προαγωνιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ὑπὲρ ἄλλου τινὸς ἀγωνιζόμενος, πρόμαχος, Φίλων 2. 312, 542, Λουκ. π. Ὀρχ. 14· προαγ. λόγοι Πλουτ. Λύσανδρ. 26. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 416.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ προαγωνίζομαι
αυτός που αγωνίζεται για κάτι ή αυτός που αγωνίζεται πριν από κάποιον, υπέρμαχος, πρόμαχος (α. «ὧν ἡ μὲν τοὺς μάχιμους ἔχει καὶ προαγωνιστὰς ἁπάντων», Στράβ.
β. «προαγωνιστὴς τῆς δημοκρατίας», Πολυδ.)
νεοελλ.
αυτός που προγυμνάζεται, που προετοιμάζεται προκειμένου να πάρει μέρος σε έναν αγώνα.

Greek Monotonic

προᾰγωνιστής: -οῦ, ὁ, αυτός που μάχεται για κάποιον άλλο, πρόμαχος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

προᾰγωνιστής, οῦ, ὁ,
one who fights for another, a champion, Plut.