πόρευσις
English (LSJ)
εως, ἡ, = πορεία, γένεσις π. εἰς τὸ εἶναι Pl.Def.411a, cf. LXX Ge.33.14.
German (Pape)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πόρευσις -εως, ἡ [πορεύω] voortbeweging.
Russian (Dvoretsky)
πόρευσις: εως ἡ Plat. = πορεία.
Greek (Liddell-Scott)
πόρευσις: ἡ, = πορεία, Πλάτ. Ὅροι 411Α, Ἑβδ. (Γένεσ. ΛΓϳ, 14).
Greek Monolingual
-εύσεως, ἡ, Α πορεύω
1. πορεία
2. μτφ. μετάβαση σε μία κατάσταση.