συμφυγάς

Revision as of 13:53, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

English (LSJ)

άδος, ὁ, ἡ, fellow-exile, E.Ba.1382 (anap.), Th.6.88, X.HG1.2.13.

German (Pape)

[Seite 993] άδος, ὁ, ἡ, Mitvertriebener, Genosse der Flucht oder Verbannung; Eur. Bacch. 1380; Thuc. 6, 88.

French (Bailly abrégé)

άδος (ὁ, ἡ)
compagnon ou compagne d'exil.
Étymologie: σύν, φυγάς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμφυγάς -άδος, ὁ, ἡ, Att. ook ξυμφυγάς [συμφεύγω] medeballing.

Russian (Dvoretsky)

συμφῠγάς: άδος (ᾰδ) ὁ и ἡ товарищ по изгнанию Eur., Thuc., Xen.

Greek Monolingual

-άδος, ὁ, ἡ, Α
συνεξόριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φυγάς «εξόριστος»].

Greek Monotonic

συμφῠγάς: -άδος, ὁ, ἡ, εξόριστος από κοινού με κάποιον, συνεξόριστος, σε Ευρ., Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συμφῠγάς: -άδος, ὁ, ἡ, ὁ συμφυγαδευθείς, συνεξόριστος, Εὐρ. Βάκχ. 1382, Θουκ. 6. 88, Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 13.

Middle Liddell

συμ-φῠγάς, άδος,
a fellow-exile, Eur., Thuc.

English (Woodhouse)

fellow-exile