κιναχύρα

Revision as of 13:59, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, sieve for bolting flour, Ar.Ec.730.

German (Pape)

[Seite 1439] ἡ, das Beutelsieb in der Mühle, die Kleie von dem Mehl zu sondern, Ar. Eccl. 730.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιναχύρα -ας, ἡ [κινέω, ἄχυρον] zeef.

Russian (Dvoretsky)

κῑνᾰχύρα: (ῠ) ἡ (ручная) веялка, сито Arph.

Greek (Liddell-Scott)

κῑνᾰχύρα: ἡ, εἶδος σάκκου ἢ πυκνοῦ κοσκίνου, «πυκνάδας», πρὸς κοσκίνισιν, τοῦ ἀλεύρου, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 730. ― Κατὰ τὸν Σχολ.: «κιναχύρα, ὄνομα δούλης».

Greek Monolingual

κιναχύρα, ἡ (Α)
είδος κόσκινου με το οποίο κοσκινιζόταν το αλεύρι.