πασιφανής

Revision as of 13:59, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

English (LSJ)

ές, = πασιφαής (shining on all), Ἀρετά shining Virtue, B. 12.176.

German (Pape)

[Seite 531] ές, = παμφανής, Allen sichtbar, Nonn. Io. 12, 10.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
φανερός σε όλους, ολοφάνερος, πασίδηλος.
επίρρ...
πασιφανώς Ν
με ολοφάνερο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι του πᾶς + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πασιφανής -ές [πᾶς, φαίνω] voor iedereen zichtbaar.