κυκνόμορφος
English (LSJ)
ον, swan-shaped, or white as a swan, A.Pr.795.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a la forme d'un cygne.
Étymologie: κύκνος, μορφή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυκνόμορφος -ον [κύκνος, μορφή] wit als een zwaan.
Russian (Dvoretsky)
κυκνόμορφος: похожий на лебедя или белый как лебедь (Φορκίδες Aesch.).
Greek Monolingual
κυκνόμορφος, -ον (Α)
αυτός που μοιάζει, ως προς τη μορφή ή τη λευκότητα, με κύκνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + -μορφος (< μορφή), πρβλ. αετόμορφος, ιερακόμορφος].
Greek Monotonic
κυκνόμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει τη μορφή κύκνου, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
κυκνόμορφος: -ον, ἔχων μορφὴν κύκνου ἢ λευκὸς ὡς κύκνος, Αἰσχύλ. Πρ. 795.
Middle Liddell
English (Woodhouse)
German (Pape)
von Schwanengestalt, Φορκίδες Aesch. Prom. 797.