πολύρροθος

Revision as of 14:01, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

English (LSJ)

ον, = πολυρρόθιος (much-dashing, loud-roaring, buffeted by many waves), φροίμια π. the cries of many voices, A. Th. 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
retentissant ; que tout le monde répète.
Étymologie: πολύς, ῥόθος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολυρρόθιος
2. (ιδίως για οιμωγές) αυτός που προέρχεται από πολλά στόματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥόθος «θόρυβος» (πρβλ. ταχύ-ρροθος].

Greek Monotonic

πολύρροθος: -ον, βροντερός, πολυθόρυβος, φροίμια πολύρροθα, πολυκύμαντος, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύρροθος -ον [πολύς, ῥόθος] met veel lawaai.

Russian (Dvoretsky)

πολύρροθος: многошумный, многоголосый (φροίμια Aesch.).

Middle Liddell

πολύρ-ροθος, ον,
much-roaring, φροίμια π. the cries of many voices, Aesch.

English (Woodhouse)

echoing, noisy

German (Pape)

viel, sehr rauschend, φροίμια, Aesch. Spt. 7.