многоголосый
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Russian > Greek
ἄμικτος, πάμφωνος, πολύφωνος, ποικιλότραυλος, πολυαρμόνιος, πολύφθογγος, πολυηχής, πολύχορδος, πολύρροθος, ποικιλόθροος
ἄμικτος, πάμφωνος, πολύφωνος, ποικιλότραυλος, πολυαρμόνιος, πολύφθογγος, πολυηχής, πολύχορδος, πολύρροθος, ποικιλόθροος