πολύκερως

Revision as of 14:02, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

English (LSJ)

-ωτος, ὁ, ἡ, many-horned, π. φόνος the slaughter of many horned cattle, S. Aj. 55.

German (Pape)

[Seite 664] ὁ, ἡ, mit vielen Hörnern, φόνος, Mord vieler Rinder, Soph. Ai. 55.

French (Bailly abrégé)

ως, ων ; gén. ω, dat. ῳ, acc. ων;
de beaucoup de cornes : πολύκερως φόνος SOPH massacre d'une foule de bêtes à cornes.
Étymologie: πολύς, κέρας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύκερως -ωτος [πολύς, κέρας] met veel horens:. ἔκειρε πολύκερων φόνον hij richtte een slachting aan onder het hoornvee Soph. Ai. 55.

Russian (Dvoretsky)

πολύκερως: 2, gen. ω или ωτος многорогий: π. φόνος Soph. истребление множества рогатого скота.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰ κέρατα, π. φόνοςφόνος πολλῶν κερασφόρων κτηνῶν, Σοφ. Αἴ. 55.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που έχει πολλά κέρατα
2. φρ. «πολύκερως φόνος» — φόνος πολλών κερασφόρων ζώων («ἔνθ' ἐσπεσὼν ἔκειρε πολύκερων φόνον κύκλῳ ῥαχίζων», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κερως (< κέρας), πρβλ. μεγαλό-κερως].

Greek Monotonic

πολύκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει πολλά κέρατα, πολύκερως φόνος, σφαγέας πολλών κερασφόρων βοοειδών, σε Σοφ.

Middle Liddell

πολύ-κερως, ωτος, ὁ, ἡ,
many-horned, π. φόνος the slaughter of much horned cattle, Soph.