συναριστάω

Revision as of 14:03, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

English (LSJ)

take breakfast or luncheon with, τοῖς ἥρωσιν Ar.Av. 1486, cf. Aeschin.1.43, Alex.47, Luc.Asin.50: abs., Phld.Lib.p.56 O.: Συναριστῶσαι, name of a play by Menander.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
dîner avec.
Étymologie: σύν, ἀριστάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνᾱριστάω [σύν, ἄριστον] samen (met...) ontbijten, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συνᾱριστάω: вместе завтракать (τινι Arph. и μετά τινος Aeschin., Luc.).

Greek Monotonic

συνᾱριστάω: μέλ. -ήσω, παίρνω πρωινό ή γευματίζω μαζί με, τινί, σε Αριστοφ., Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾱριστάω: ἀριστῶ, προγευματίζω ἢ γευματίζω ὁμοῦ μετά τινος, τινι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1486, Αἰσχίν. 7. 1· συναριστᾶν τισι… προχείρως Ἄλεξις ἐν «Φιλεταίρῳ» 2, Λουκ. Ὄν. 50· ― Συναριστῶσαι, ὄνομα κωμῳδίας τινὸς τοῦ Μενάνδρου.

Middle Liddell

fut. ήσω
to take breakfast or luncheon with, τινί Ar., Aeschin.

German (Pape)

mit od. zugleich frühstücken; μετά τινος, Aesch. 1.93; Luc. asin. 50.