μιμητέος
English (LSJ)
α, ον, A to be imitated, X.Mem. 3.10.8, etc. II μιμητέον, one must imitate, E.Hipp.114, Pl.R. 396b; τινά τι X.Mem.1.7.2.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de μιμέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
μῑμητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ μιμηθῇ τις, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 8. ΙΙ. μιμητέον, πρέπει τις νὰ μιμηθῇ, Εὐρ. Ἱππ. 114, Πλάτ. Πολ. 396Β· τινά τι Ξεν. Ἀπομν. 1. 7, 2.
Greek Monotonic
μῑμητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του μιμέομαι·
I. κάποιος που πρέπει να γίνει αντικείμενο μίμησης, σε Ξεν.
II. μιμητέον, κάτι που πρέπει να γίνει αντικείμενο μίμησης, σε Ευρ., Ξεν.
Middle Liddell
μῑμητέος, η, ον verb. adj. of μιμέομαι
I. to be imitated, Xen.
II. μιμητέον, one must imitate, Eur., Xen.
German (Pape)
Adj. verb. zu μιμέομαι.