μιμητέος

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑμητέος Medium diacritics: μιμητέος Low diacritics: μιμητέος Capitals: ΜΙΜΗΤΕΟΣ
Transliteration A: mimētéos Transliteration B: mimēteos Transliteration C: mimiteos Beta Code: mimhte/os

English (LSJ)

α, ον,
A to be imitated, X.Mem. 3.10.8, etc.
II μιμητέον, one must imitate, E.Hipp.114, Pl.R. 396b; τινά τι X.Mem.1.7.2.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de μιμέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μῑμητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ μιμηθῇ τις, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 8. ΙΙ. μιμητέον, πρέπει τις νὰ μιμηθῇ, Εὐρ. Ἱππ. 114, Πλάτ. Πολ. 396Β· τινά τι Ξεν. Ἀπομν. 1. 7, 2.

Greek Monotonic

μῑμητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του μιμέομαι·
I. κάποιος που πρέπει να γίνει αντικείμενο μίμησης, σε Ξεν.
II. μιμητέον, κάτι που πρέπει να γίνει αντικείμενο μίμησης, σε Ευρ., Ξεν.

Middle Liddell

μῑμητέος, η, ον verb. adj. of μιμέομαι
I. to be imitated, Xen.
II. μιμητέον, one must imitate, Eur., Xen.

German (Pape)

Adj. verb. zu μιμέομαι.