ἁλιμυρής

Revision as of 10:40, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")

English (LSJ)

ές, = ἁλιμυρήεις (flowing into the sea), Orph.A. 344. 2 salt-surging, πόντος Epigr.Gr.256 (Cyprus); of the flowing sea, ἀφρός APl.4.180 (Democr.). II = ἁλίκλυστος, πέτρη, αἰγιαλοί, A. R. 1.913, Phanocl.1.17.

Spanish (DGE)

(ἁλῐμῡρής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
1 bañado por el oleaje πέτρη A.R.1.913, αἰγιαλοί Phanocl.1.17.
2 ondeante, undísono πόντος Test.Salaminia 191.5 (II a.C.).
3 propio del mar, marino ἀφρός AP 16.180 (Democr.).
4 que fluye hacia el mar ῥεῖθρον Orph.A.344.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 ruisselant ou inondé d'eau de mer en parl. des fleuves à la ligne de leur embouchure;
2 qui mouille d'eau de mer (écume);
3 baigné par la mer.
Étymologie: ἅλς¹, μύρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλῐμῡρής: -ές, = τῷ προηγ., Ὀρφ. Ἀργ. 346, κτλ. ΙΙ. = ἅλιος (Α), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 913, Φανοκλ. 1.17, Ἀνθ. Πλαν. 180.

Greek Monotonic

ἁλῐμῡρής: -ές (ἅλς, μύρω), αυτός που ρέει στη θάλασσα, λέγεται για την ίδια τη θάλασσα, σε Ανθ.

Middle Liddell

[ἅλς, μύρω
sea-flowing, of the sea, Anth.

German (Pape)

[ῡ], ές, = ἁλιμυρήεις, Orph. Arg. 346 und öfter; βένθη 67, δῖναι 740; ἀφρός Democr. (Plan. 180). – Phanocl. αἰγιαλοί, Meergestade; Ap.Rh. 1.913 Opp. Hal. 2.258 πέτρη, meerumflossen.