μύρω

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύρω Medium diacritics: μύρω Low diacritics: μύρω Capitals: ΜΥΡΩ
Transliteration A: mýrō Transliteration B: myrō Transliteration C: myro Beta Code: mu/rw

English (LSJ)

[ῡ], Ep. Verb, Act. only impf.,
A flow, trickle, δάκρυσι μῦρον they trickled with tears, of poisoned arrows, Hes.Sc.132.
II elsewhere always in Med. μύρομαι (in early Ep. only pres. and impf.), melt into tears, shed tears, πολέες δ' ἀμφ' αὐτὸν ἑταῖροι μύρονθ' Il.19.6; κλαίοντέ τε μυρομένω τε 22.427; γοόωσά τε μυρομένη τε 6.373, cf. Od.19.119; ἐλεὸν μύρετο Hes.Op.206: aor. 1 opt. 2sg. μύρηαι Theoc.16.31.
2 later, of a river, flow, ῥείθροισι… μύρεται Σίνις Lyc.982, cf. A.R.2.372; αἵματι μ. trickle with blood, Id.4.666.
3 c. acc., weep for, bewail, Bion 1.68: aor. 1 inf. μύρασθαι and 3sg. ἐμύρατο (s. v.l.), Mosch.3.73, 90.

German (Pape)

[Seite 222] fließen; δάκρυσι μῦρον, sie stossen von Thränen, Hes. Sc. 132 (vgl. μορμύρω). – Häufiger im med. weinen, in Thränen zerfließen, klagen; γοόωσά τε μυρομένη τε, Il. 6, 373, wie Od. 19, 119; δάκουα χαμάδις ῥέε μυρομένοισιν, Il. 17, 438, öfter; auch κλαίοντέ τε μυρομένω τε verbunden, 22, 427; ἐλεὸν μύρετο, Hes. O. 204; u. wie das act., fließen, Ap. Rh. 2, 371; – trans. mit dem acc., beweinen, beklagen, Bion. 1, 68 Mosch. 3, 74. 91, wo auch der aor. ἐμύρατο steht. – Vgl. μορμύρω u. die compp.

French (Bailly abrégé)

seul. impf. 3ᵉ pl. poét. μῦρον;
couler goutte à goutte;
Moy. μύρομαι fondre en larmes, pleurer, se lamenter : ἀμφί τινα IL sur le sort de qqn.
Étymologie: DELG cf. μορμύρω, πλήμυρα.

Russian (Dvoretsky)

μύρω: (ῡ) (в act. только 3 л. pl. impf. μῦρον; преимущ. med.)
1 растекаться, разливаться (δάκρυσι Hes.);
2 лить слезы, плакать: γοόωσά τε μυρομένη τε Hom. рыдающая и плачущая (Андромаха).

Greek (Liddell-Scott)

μύρω: [ῡ], Ἐπικ. ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ῥέω, στάζω, δάκρυσι μῦρον, ἐπὶ ὀϊστῶν, «ἔρρεον δὲ καὶ ἔσταζον, καὶ ‘δάκρυσι μύρον’ ἀντὶ τοῦ μύρεσθαι ἐποίουν τοὺς τῶν ἀναιρεθέντων οἰκείους, ὡς κεχρισμένων τῶν βελῶν ὄντων θανασίμῳ φαρμάκῳ» (Τζέτζ.), Ἡσίοδ. Ἀσπ. Ἡρ. 132. ΙΙ. ἀλλαχοῦ ἀεὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ μύρομαι, χύνω δάκρυα, κλαίω, πολέες δ’ ἀμφ’ αὐτὸν ἑταῖροι μύρονθ’ Ἰλ. Τ. 6· κλαίοντέ τε μυρομένῳ τε Χ. 427· γοόωσά τε μυρομένη τε Ζ. 373, Ὀδ. Τ. 119· ἐλεὸν μύρετο Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 204· - ὡσαύτως ἐπὶ ποταμοῦ, ῥέω, χύνομαι, ῥείθροισι... μύρεται Σίνις Λυκόφρ. 982, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 371· αἵματί οἱ θάλαμοί τε καὶ ἕρκεα πάντα δόμοιο μύρεσθαι δόκεον ὁ αὐτ. ἐν Δ. 666. 2) μετ’ αἰτ., θρηνῶ τινα, ὀδύρομαι, Βίων 1. 68, Μόσχ. 3. 74 καὶ 91 (ἔνθ’ ἀπαντᾷ ὁ ἀόρ. μύρατο). - Μεταγεν. συγγραφεῖς ἀντ’ αὐτοῦ χρῶνται τῷ μῡρολογέω, (νεώτ. Ἑλλ. μυριολογῶ), καὶ μῡρῳδέω (κατὰ τὸ θρηνῳδέω), ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ἡλιόδ. τ. 2. σελ. 169.

Greek Monolingual

(ΑΜ μύρω)
(συν. το μέσ.) μύρομαι
α) οδύρομαι, χύνω δάκρυα, κλαίω («ἥ γε ξὺν παιδὶ καὶ ἀμφιπόλῳ εὐπέπλῳ πύργῳ ἐφεστήκει γοόωσά τε μυρομένη τε», Ομ. Ιλ.)
β) (μτθ.) θρηνώ, μοιρολογώ κάποιον
(μσν. -αρχ.) στάζω
αρχ.
(για ποταμό) τρέχω, ρέω, κυλώ, χύνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μύρω / μύρομαι συνδέεται πιθ. με το ρ. μορμύρω (ενεστ. με διπλασιασμό), αλλά η σημ. του ρήματος η σχετική με την αφθονία «χύνω ποτάμια δάκρυα», «κυλώ, ρέω» για ποταμό ή για θάλασσα επιτρέπει να συνδεθεί το ρ. με τους τ. μυρίος και πλημυρίς (βλ. λ. μυρίος). Το ρ., τέλος, εμφανίζεται ως β' συνθετικό στα σύνθ. ἁλι-μυρήεις και ἁλι-μυρής].

Greek Monotonic

μύρω: [ῡ], Επικ. ρήμα, μόνο σε ενεστ. και παρατ.,
I. κυλώ, ρέω, σταλάζω, δάκρυσι μῦρον (Επικ. παρατ.) ξεσπούσαν και έρρεαν τα δάκρυα, σε Ησίοδ.
II. 1. Μέσ., μύρομαι, χύνω δάκρυα, μου τρέχουν τα δάκρυα, κλαίω,σε Όμηρ., Ησίοδ.·
2. με αιτ., θρηνώ κάποιον, οδύρομαι, σε Βίωνα, Μόσχ.

Middle Liddell

μύ¯ρω, only in pres. and imperf.]
I. epic Verb, to flow, run, trickle, δάκρυσι μῦρον (epic imperf.) were melting into tears, Hes.
II. Mid. to melt into tears, to shed tears, weep, Hom., Hes.
2. c. acc. to weep for, bewail, Bion., Mosch.