ἰοβολέω

Revision as of 10:53, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")

English (LSJ)

[ῑ], A shoot arrows, dart, A.R.4.1440, AP5.187 (Leon.); ἐς ἐμὴν κραδίην ib.5.9 (Alc.). II emit poison, Gp.2.47.12.

German (Pape)

[Seite 1255] mit Pfeilen schießen; Alc. Mess. 4 (V, 10); τόξοις Ap. Rh. 4, 1440. – Gift von sich geben, Geopon.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 lancer des traits;
2 jeter du venin.
Étymologie: ἰοβόλος.

Russian (Dvoretsky)

ἰοβολέω: (ῑ) пускать стрелы, стрелять (ἐς κραδίην τινός Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰοβολέω: ῑ, ῥίπτω βέλη, τοξεύω, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1440, Ἀνθ. Π. 5. 188· ἐς ἐμὴν κραδίην αὐτόθι 5. 10· ΙΙ. ῥίπτω ἰόν, χύνω δηλητήριον, μυγαλαὶ ἰοβολοῦσαι Γεωπ. 2. 47, 12.

Greek Monotonic

ἰοβολέω: [ῑ], ρίχνω βέλη, τοξεύω, εκτοξεύω, εξακοντίζω, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἰ¯οβολέω,
to shoot arrows, dart, Anth. [from ἰ¯οβόλος]