κροκονητική

Revision as of 11:14, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")

English (LSJ)

(sc. τέχνη), ἡ, (κρόκη 1.1) the art of spinning the woof, opp. στημονονητική, Pl.Plt.283a.

German (Pape)

[Seite 1512] ἡ, sc. τέχνη, die Kunst, den Faden des Einschlags zu spinnen, Plat. Polit. 282 e.

Greek Monolingual

κροκονητική, ἡ (Α)
η τέχνη της κλώσης του υφαδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκη (Ι) «υφάδι» + -νητική (< νέω [II] «κλώθω»), πρβλ. στημονο-νητική].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κροκονητική -ῆς, ἡ [κρόκη, νέω] de kunst van het spinnen van de inslagdraad.

Russian (Dvoretsky)

κροκονητῐκή: ἡ (sc. τέχνη) искусство прядения утка Plat.