προσανίημι

Revision as of 11:14, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")

English (LSJ)

fut. -ανήσω, A send up in addition, δακρύοισι πηγήν Philic. in Stud.Ital.9.46. II slacken, lower the pitch of besides, τὰς τρίτας Plu.2.1145d.

German (Pape)

[Seite 750] noch dazu nachlassen, Plut. de mus. 39.

French (Bailly abrégé)

relâcher en outre, acc..
Étymologie: πρός, ἀνίημι.

Russian (Dvoretsky)

προσανίημι: опускать, ослаблять (τὰς παρανήτας, sc. χορδάς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προσανίημι: ἀνίημι προσέτι, ἀφίνω τι χαλαρὸν προσέτι, τι Πλούτ. 2. 1145D.

Greek Monolingual

Α
1. αναβλύζω επί πλέον
2. χαλαρώνω ή ελαττώνω κάτι ακόμη πιο πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀνίημι «στέλνω προς τα πάνω, αναδίδω, χαλαρώνω»].