αναδίδω

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246

Greek Monolingual

και -δίνωἀναδίδωμι)
1. εκφύω, παράγω, φέρω
2. εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω, σκορπίζω (οσμή, φλόγα, καπνό κ.ά.)
3. αναβλύζω, αναβρύω
νεοελλ.
(αμτβ.)
1. βλαστάνω, φυτρώνω
2. (για φυτά) ευδοκιμώ, προοδεύω
3. ανακτώ τις σωματικές μου δυνάμεις, αναρρώνω
4. αναφαίνομαι, εμφανίζομαι, εκδηλώνομαι
5. εκπέμπω δυσάρεστη οσμή
6. βγάζω φλόγα, ανάβω
7. γίνομαι υγρός, διαβρέχομαι, υγραίνομαι
8. διαλύομαι από την υγρασία, λειώνω
αρχ.
1. δίνω προς τα επάνω, κρατώ κάτι ψηλά και το δίνω ή απλώς δίνω
2. διανέμω ολόγυρα, διαμοιράζω, παρέχω
3. δίνω πίσω, επιστρέφω
4. πουλώ
5. (στη Γραμμ.) (για τονισμό) αναβιβάζω
6. πηγαίνω προς τα πίσω, οπισθοχωρώ
7. φρ. «ἀναδίδωμι φήμην», διαδίδω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + δίδωμι.
ΠΑΡ. ανάδομα, ανάδοση(-ις)
αρχ.
ἀνάδοτος.