ξυστιδωτός

Revision as of 11:28, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

English (LSJ)

(sc. χιτών), ὁ, (ξυστίς II) garment with ornament in strigil form (), IG22.1514.11.

German (Pape)

[Seite 283] ein Kleid, wie ξυστίς, Inscr. 155.

Greek (Liddell-Scott)

ξυστιδωτός: ὁ, = ξυστίς, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 13.

Greek Monolingual

ξυστιδωτός, ὁ (Α)
(ενν. χιτών) ένδυμα με κυματοειδείς διακοσμήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστίς, -ίδος «πολυτελές ένδυμα» + κατάλ. -ωτός (πρβλ. αλυσιδ-ωτός, λεπιδ-ωτός)].