ξυστίς
οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
A robe of rich and soft material reaching to the feet, worn by women of quality, Ar.Lys.1190 (lyr.), Antiph.99, Eub.90.3, Theoc.2.74; τρύφημα παρυφές, ξυστίδα Ar.Fr.320; ταῖς ξ. ταῖς χρυσοπάστοις Eub.135; ξ. μαλακάς Plu.2.406d; worn by great men (esp. by victorious charioteers in their chariots) as a robe of state, Ar.Nu.70, cf. Pl.R. 420e; by Trag. heroes, Cratin.268, Duris 14, 70 J., cf. Harp. s.v., AB284:—Hsch. and Tim.Lex., who say it was also used by Com., prob. refer to the use of the women's ξ. on the Com. stage.
II = ξύστρα, στλεγγίς, Epich.97, Diph.52. (Perh. from ξυστός, ή, όν, as epithet of cloth, orig. garment made of cut (shorn, clipped) fabric, such as fustian, plush, velvet, etc.; cf. ξύω IV, ξυστός 3: for the semantic relation between ξυστίς and ξυστόν (pole, spear, etc.), and ξύω, cf. ONorse skrúd 'some kind of textile fabric', skrúd-kloedi 'suit of fine stuff', Engl. shroud 'loppings of a tree, branch, bough', both cogn. with shred.)
German (Pape)
[Seite 283] ίδος, ἡ, nach Schol. Plat. Rep. IX, 167 u. VLL. λεπτὸν ὕφασμα περιβόλαιον, ἢ χιτὼν ποδήρης γυναικεῖος, ἰδίως τὸ τῶν τραγῳδῶν ἔνδυμα, ein langes, seines u. dünnes Schleppkleid, wie es bes. die Chortänzer in den Tragödien hatten; Ar. Nubb. 71 Lys. 1189 u. sp. D., wie Theocr. 2, 74; auch in Prosa, ξυστίδας ἀμφιέσαντες, Plat. Rep. IV, 420 e; nach VLL. auch = ξύστρα gebraucht. Vgl. B. A. 284.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
tunique d'étoffe fine et tombant jusqu'aux pieds de couleur de pourpre, portée à leur retour par les Olympionices.
Étymologie: ξύω.
Russian (Dvoretsky)
ξυστίς: ίδος, атт. ξύστις, ιδος ἡ ксистида (длинное платье, надевавшееся женщинами, актерами хора и атлетами-победителями) (ξυστίδας ἀμφιέσαντες Plat.; ξυστίδες ἁλουργαί Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ξυστίς: -ίδος, Ἀττ. ξύστις, -ιδος, ἡ· (ξύω)· - λεπτὸν γυναικεῖον ἔνδυμα πεποικιλμένον, ὃ ἐφόρουν αἱ ἐπίσημοι γυναῖκες, Ἀριστοφ. Λυσ. 1189, Ἀντιφάν. ἐν «Εὐπλοίᾳ» 2, Εὔβουλ. ἐν «Πρόκριδι» 1, Θεόκρ. 2. 74· τρύφημα παρυφές, ξυστίδα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 7· ταῖς ξ. ταῖς χρυσοπάστοις Εὔβουλος ἐν Ἀδήλ. 19· - ἔνδυμα ἐπίσημον ὃ ἐφόρουν ἐπιφανεῖς ἄνδρες, Ἀριστοφ. Νεφ. 70, Ἀθήν. 535Ε, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 420Ε· καὶ ἑπομένως ἐν χρήσει ἐν τῇ παραστάσει τῶν τραγικῶν ἡρώων, Κρατῖν. ἐν «Ὥραις» 15, Πλουτ. Ἀλκιβ. 32, πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν λέξ., Α. Β. 284. 14· - καθ’ Ἡσύχ.: «ξυστίς· τραγικὸν ἔνδυμα. τινὲς δὲ χιτῶνα ποδήρη γυναικεῖον», καὶ «ξυστίδες· ποδήρη ἐνδύματα. ἢ χλανίδας κωμικάς».
Greek Monolingual
ξυστίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. πολυτελές ένδυμα από μαλακό ύφασμα με διάφορα ποικίλματα, που φορούσαν οι γυναίκες της ανώτατης τάξης και το οποίο έφθανε μέχρι τα πόδια
2. μακρύς χιτώνας που φορούσαν οι άνδρες, κυρίως οι ηνίοχοι σε αρματοδρομίες, ως επίσημη στολή («ὅταν σύ... ἅρμ' ἐλαύνῃς πρὸς πόλιν... ξυστίδ' ἔχων», Αριστοφ.)
3. χλαμύδα που φορούσαν οι ηθοποιοί όταν υποδύονταν ήρωες τραγωδιών ή και κωμωδιών
4. είδος ξέστρας με λαβή την οποία χρησιμοποιούσαν οι αθλητές για καθαρισμό του σώματός τους, αλλ. ξύστρα, στλεγγίδα
5. (κατά τον Ησύχ.) «λεπτὸν ὕφασμα καὶ περιβόλαιον»
6. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὸ παχὺ ἱμάτιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστός «λείος, ξυσμένος» + κατάλ. -ίς
(πρβλ. κεραστίς)].
Greek Monotonic
ξυστίς: -ίδος, ἡ (ξύω), Αττ. ξύστις, -ιδος, ξυστίδα, γυναικείο πεποικιλμένο ένδυμα από λεπτό ύφασμα, μεγαλοπρεπές ένδυμα που φορούσαν οι επίσημες γυναίκες, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
Frisk Etymological English
-ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: Robe of rich and soft material, worn with festive clothes as a robe of state. (com., Pl.) wiht ξυστιδωτός (sc. χιτών) chiton like a robe of state (Att. inscr.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From ξυστός shaven, clean-, partly prob. as comic name of a cloth sweeping the ground (on the formation Chantraine Form. 343 f.), partly = "instrument, with which one smoothes" (Chantraine 338). S. ξύω.
See also: -- S. ξύω.
Middle Liddell
ξυστίς, Att. ξύστις, ίδος, ἡ, [ξύω]
a xystis, a robe of fine material, a robe of state, Ar., Plat., etc.
Frisk Etymology German
ξυστίς: -ίδος
{ksustís}
Grammar: f.
Meaning: 1. ‘Schleppkleid, das im festlichen Aufzug usw. getragen wurde’ (Kom., Pl. u.a.)
Composita: mit ξυστιδωτός (sc. χιτών) ‘schleppkleidähnlicher (= langer) Chiton’ (att. Inschr.); 2. Schabeisen, Striegel (Epich., Diph.).
Etymology: Von ξυστός ‘ge- schabt, glattgeschoren, geglättet’, u. zw. teils wohl als scherzhafte Bez. eines den Fußboden fegenden Kleides (zur Bild. Chantraine Form. 343 f.), teils = "Werkzeug, womit geglättet wird" (Chantraine 338). — S. ξύω.
Page 2,341
Translations
robe
Bulgarian: роба; Catalan: hàbit, toga; Chinese Mandarin: 礼袍,长袍; Crimean Tatar: anter; Danish: kåbe; Dutch: kleed, toga; Esperanto: robo; Estonian: kleit, kuub, talaar; Finnish: kaapu; French: robe; German: Robe; Greek Aeolic: σπολά; Ancient Greek: στολή, ξυστίς; Hebrew: חלוק; Hungarian: köpeny, köntös; Ido: robo; Irish: gúna, róba; Italian: veste, abito, toga; Latin: trabea, peplum, palla, vestimentum; Malay: jubah; Persian: ردا, تالشان; Portuguese: manto; Romanian: halat; Russian: халат, мантия; Scottish Gaelic: ròb; Serbo-Croatian Cyrillic: одора, одежда; Roman: odora, odežda; Spanish: bata, hábito, toga; Swedish: rock, dräkt, skrud; Thai: เสื้อคลุม; Turkish: bornoz; Welsh: cochl, cochlau