στιλπνότης
English (LSJ)
ητος, ἡ, brightness, Plu.2.921a, Gal.7.245, Aq.Dt.7.13, Za.4.14, Plot.2.1.7.
German (Pape)
[Seite 943] ητος, ἡ, = στιλβότης, Glanz, Clem. Al. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
éclat.
Étymologie: στιλπνός.
Greek (Liddell-Scott)
στιλπνότης: -ητος, ἡ, = στιλβότης, Πλούτ. 2. 921Α, κτλ.
Russian (Dvoretsky)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στιλπνότης -ητος, ἡ [στιλπνός] glans.