λαθάνεμος

Revision as of 12:33, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

[ᾰν], ον, Dor. for ληθ-, escaping wind, ὥρα Simon.12.3.

German (Pape)

[λᾱ], den Wind vergessend, ὥρα, windstill, Simon. bei Arist. H.A. 5.8.

Russian (Dvoretsky)

λᾱθάνεμος: (ᾰν) безветренный, тихий (ὥρα Simonides ap. Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

λᾱθάνεμος: -ον, Δωρ. ἀντὶ τοῦ ληθ-, διαφεύγων τὸν ἄνεμον, νήνεμος, γαλήνιος, ὥρα Σιμων. 12.

Greek Monolingual

λαθάνεμος και ληθάνεμος, -ον (Α)
αυτός που διαφεύγει τον άνεμο, αυτός που δεν έχει άνεμο, ήρεμος, γαλήνιοςλαθάνεμος ὥρα», Σιμων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ- του λανθάνω, (πρβλ. αόρ. -λαθ-ον) + ἄνεμος (πρβλ. αλεξάνεμος, κωλυσάνεμος). Ο τ. ληθάνεμος < θ. ληθ- του λανθάνω (πρβλ. παρακμ. λέ-ληθ-α) + ἄνεμος.