λογώδης

Revision as of 12:33, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

ες, A = λογοειδής 1, μέλος Aristox.Harm.p.18 M. II verbal, of an argument, Thphr.Metaph.16.

German (Pape)

ες, = λογοειδής, Arist. spir. 2.6.

Russian (Dvoretsky)

λογώδης: Arst. = λογοειδής.

Greek (Liddell-Scott)

λογώδης: -ες, = λογοειδής, Ἀριστ. π. Πνεύμ. 2. 6, Ἀριστόξ. σ. 18.

Greek Monolingual

λογώδης, -ῶδες (Α) λόγος
1. λογοειδής
2. (για επιχείρημα) προφορικός.