οἰκοδόμησις

Revision as of 12:38, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

εως, ἡ, A act or manner of building, Th.3.2,21, Pl.Grg.455b, Arist.EN 1152b14, etc.: pl., ναῶν οἰ. Pl.R.394a. II = οἰκοδόμημα, Id.Criti. 117a, Lg.778e (both pl.).

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de construire une maison.
Étymologie: οἰκοδομέω.

German (Pape)

ἡ, das Erbauen eines Hauses, der Hausbau; Thuc. 3.20, von einer Mauer; τειχῶν, ναῶν, Plat. Gorg. 455b, Rep. III.594a.

Russian (Dvoretsky)

οἰκοδόμησις: εως ἡ
1 сооружение, строительство (ναῶν Plat.); возведение (τειχῶν Plat.);
2 постройка, строение, здание, Plat.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοδόμησις: ἡ, ὁ τρόπος ἢ ἡ πρᾶξις τοῦ οἰκοδομεῖν, Θουκ. 3. 2, 20, Πλάτ. Γοργ. 455Β, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., οἰκοδ. ναῶν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 391Α. ΙΙ. = οἰκοδόμημα, ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 117Α, Νόμ. 778Ε.

Greek Monotonic

οἰκοδόμησις: ἡ,
I. η πράξη ή ο τρόπος οικοδόμησης, σε Θουκ.
II. = οἰκοδόμημα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

οἰκοδόμησις, ιος, ἡ,
I. the act or manner of building, Thuc.
II. = οἰκοδόμημα, Plat.

English (Woodhouse)

act of building