ἑτοιμοτόμος

Revision as of 12:55, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

ον, ready to cut, χεῖρες AP9.282 (Antip. Thess.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
prêt à couper.
Étymologie: ἕτοιμος, τέμνω.

Greek Monolingual

ἑτοιμοτόμος, -ον (Α)
1. έτοιμος για κόψιμο
2. ο επιτήδειος στο κόψιμοἑτοιμοτόμοι χεῖρες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -τομος (< τέμνω), πρβλ. νεό-τομος].

Greek Monotonic

ἑτοιμοτόμος: -ον (τέμνω), έτοιμος για κόψιμο, σε Ανθ.

German (Pape)

χεῖρες, zum Schneiden bereit, Antip.Thess. 40 (IX.282).

Russian (Dvoretsky)

ἑτοιμοτόμος: готовый (от)резать (χεῖρες Anth.).

Middle Liddell

ἑτοιμο-τόμος, ον τέμνω
ready for cutting, Anth.