Λευΐτης

Revision as of 19:35, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext.*}}\n)({{.*}}\n)({{ntsuppl.*}})" to "$1$3 $2")

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
lévite.
Étymologie: mot hébreu.

French (New Testament)

(ὁ) Lévite

Greek (Liddell-Scott)

Λευΐτης: -ου, ὁ, τάξις ἱερατικὴ παρ’ Ἰουδαίοις ἐκ τῶν ἀπογόνων τοῦ Λευῒ υἱοῦ τοῦ Ἰακώβ, ἐν στενωτέρᾳ δὲ σημασίᾳ Λευῖται ὠνομάζοντο οἱ βοηθοὶ ἱερέων, ὡς μὴ ὄντες ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Ἀαρών, ὑπηρέτουν δὲ τοὺς ἱερεῖς εἰς τὰς κατωτέρας τοῦ ναοῦ ἐργασίας, κτλ., ἴδε Κοντογόν. Ἐγχειρίδ. Ἑβρ. Ἀρχαιολ. σ. 8, 119, 310, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 32, Ἐκκλ.

English (Strong)

from Λευΐ; a Levite, i.e. descendant of Levi: Levite.