Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
P. and V. ἔκγονος, ὁ or ἡ, P. ἀπόγονος, ὁ or ἡ, V. γονή, ἡ, σπέρμα, τό (rare P.), σπορά, ἡ; see child.
descendants, posterity: P. and V. οἱ ἔπειτα, P. οἱ ἐπιγιγνόμενοι, V. ὕστεροι, οἱ, μεθύστεροι, οἱ, ἔκγονα, τά, οἱ ἐπίσποροι.