πλωτεύω

Revision as of 14:30, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 639] (ein πλώτης sein), beschissen; Pol. 16, 29, 11; Or. Sib.

French (Bailly abrégé)

1 naviguer en parl. de navires;
2 Pass. être parcouru par des navires.
Étymologie: πλώω.

Russian (Dvoretsky)

πλωτεύω: плыть, проплывать (πόρος πλωτευόμενος Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

πλωτεύω: πλέω, νῆες Χρησμ. Σιβ. 5. 447. ΙΙ. Παθ., διαπλέομαι, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Πολύβ. 16. 29, 11.

Greek Monolingual

Α πλωτός
1. πλέω
2. παθ. πλωτεύομαι
3. (για τη θάλασσα) διαπλέομαι («ποτέ μὲν γεφυρούμενον... ποτέ δὲ πλωτευόμενον»).

Greek Monotonic

πλωτεύω: (πλώτης
I. πλέω.
II. Παθ., διαπλέομαι, λέγεται για τη θάλασσα, διαπλέω, πλοηγώ, σε Πολύβ.

Middle Liddell

πλωτεύω, πλώτης
I. to sail.
II. Pass. to be navigated, of the sea, to navigate, Polyb.