κλειδοποιός

Revision as of 14:37, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+)(<\/b>)" to "$2, $3")

English (LSJ)

ὁ, locksmith, PTeb.ined., PLips.3i10 (iii A.D.), Sch. Paul.Al.P.2, Cat.Cod.Astr.5(3).88.

German (Pape)

[Seite 1447] Schlüssel machend; subst., ὁ, der Schlosser; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κλειδοποιός: -όν, ὁ, κατασκευάζων κλειδία, Παύλ. Ἀλεξ. Ἀποτελ. σ. 58. 12.

Greek Monolingual

ο (AM κλειδοποιός)
αυτός που κατασκευάζει κλειδιά, κλειδαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, -δός + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. επιπλοποιός, ηθοποιός.