μετεκδίδωμι

Revision as of 18:55, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἐκ" to "ἐκ")

English (LSJ)

in Med., betroth a second time, Plu.Comp.Lyc. Num.3.

German (Pape)

[Seite 158] (s. δίδωμι), nachher, später ausgeben, verheirathen, Plut. comp. Lyc. 3.

French (Bailly abrégé)

f. μετεκδώσω;
au Moy. remettre aux mains d'un second mari.
Étymologie: μετά, ἐκ, δίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

μετεκδίδωμι: снова или вторично выдавать замуж (ἐκδόσθαι καὶ μετεκδόσθαι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μετεκδίδωμι: δανείζω, Πλουτ. Σύγκρ. Λυκ. καὶ Νουμ., ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ.

Greek Monolingual

μετεκδίδωμι (Α)
(το μέσ.) μετεκδίδομαι
μνηστεύω, αρραβωνιάζω πάλι, δίνω σε γάμο για δεύτερη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἐκ-δίδωμι «ξαναρραβωνιάζω»].

Greek Monotonic

μετεκδίδωμι: δίνω ξανά, δανείζω, σε Πλούτ.

Middle Liddell

to lend out, Plut.