ἐνωθέω

Revision as of 12:15, 10 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εἰς" to "εἰς")

English (LSJ)

aor. 1 ἐνέωσα A.R.4.1243:—thrust in or upon, τινὰ ἠϊόνι l.c.; τοὺς ἵππους εἰς τὰ ὅπλα Plu.Luc.28.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ἐνέωσα A.R.4.1243]
1 empujar, arrastrar c. ac. τούς γε πλημυρὶς ... μυχάτῃ ἐνέωσε τάχιστα ἠιόνι enseguida la marea los arrastró a la parte más interior de la orilla A.R.l.c., ἐνέωσαν ἑαυτούς τε καὶ τοὺς ἵππους ... εἰς τὰ τῶν πεζῶν ὅπλα Plu.Luc.28, cf. 2.977f
de anim. de monta o carga dar prisa, aguijar ἐνωθοῦντες τὰ κτήνη Rom.Mel.43.ληʹ.3
en v. med. mismo sent. τὰς ἁμάξας ... εἰς τὴν λίμνην ἐνεώσαντο Plu.2.304f.
2 fig., abs. acosar, importunar τοὺς ἐνωθοῦντας αὐτοῖς ... μὴ αἰσθόμενοι sin advertir a los que acosan con esas cosas Chrys.M.47.412, τί τῷ λαιμῷ σου ἐνωθεῖς ... ἀκόρεστε ...; ¿por qué importunas, insaciable, con tu tragadero? Rom.Mel.25.δʹ.5.

German (Pape)

[Seite 860] (s. ὠθέω), hineinstoßen, -treiben; τούς γε πλημμυρὶς μυχάτῃ ἐνέωσε τάχιστα ἠϊόνι, warf sie aufs Ufer, Ap. Rh. 4, 1243; ἐνέωσαν ἑαυτοὺς καὶ τοὺς ἵππους εἰς τὰ ὅπλα Plut. Lucull. 28.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ἐνέωσα ou ἔνωσα;
pousser dans ou sur, avec εἰς et l'acc..
Étymologie: ἐν, ὠθέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐνωθέω: вгонять, стремительно направлять: ἐνέωσαν ἑαυτοὺς καὶ τοὺς ἵππους εἰς τὰ τῶν πεζῶν ὅπλα Plut. (римляне) врезались на конях в строй пехоты.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνωθέω: ἀόρ. ἐνέωσα, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1243· ὠθῶ ἐντὸς ἢ ἐπί τινος, ἔνθ᾿ ἄρα τούς γε πλημμυρίς... μυχάτῃ ἐνέωσε τάχιστα ἠιόνι, «ὤθησε» (Σχόλ.), Ἀπολλ. ἔνθ᾿ ἀνωτ.· ἐνέωσαν ἑαυτούς τε καὶ τοὺς ἵππους εἰς τὰ τῶν πεζῶν ὅπλα Πλουτ. Λούκ. 28.

Greek Monotonic

ἐνωθέω: αόρ. αʹ -έωσα, ωθώ, σπρώχνω προς τα μέσα ή πάνω σε, σε Πλούτ., Λουκ.

Middle Liddell

aor1 -έωσα
to thrust in or upon, Plut., Luc.