ἀβακέω
English (LSJ)
(ἀβακής) to be speechless, only in aor., οἱ δ' ἀβάκησαν πάντες said nothing, took no heed, Od.4.249.
Spanish (DGE)
(ἀβᾰκέω)
no enterarse, dejarse engañar οἱ δ' ἀβάκησαν πάντες· ἐγὼ δέ μιν οἴη ἀνέγνων τοῖον ἐόντα Od.4.249
•interpr. desde los comentaristas antiguos a partir de un posible sent. etim. quedar en silencio, no decir nada ἀβακεῖν, τὸ ἀγνοεῖν καὶ διατοῦτο μὴ ἔχειν τι βάζειν Eust.1494.60.
• Etimología: Cf. ἀβακής.
German (Pape)
[Seite 2] (wie von ἄβαξ, eigtl. infans sein), nur Od. 4, 249 ἀβάκησαν πάντες, ἐγὼ δέ μιν οἴη ἀνέγνων, VLL. ἠγνόησαν, sie sprachen nicht mit ihm, weil sie ihn nicht erkannten, vergl. ἀβακιζόμενος.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. 3ᵉ pl. ἀβάκησαν;
ne rien dire d'une chose parce qu'on l'ignore ; ignorer, ne pas reconnaître (qqn).
Étymologie: ἀ, βάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀβᾰκέω: (только aor.) быть в неведении, ничего не знать: οἱ δ᾽ ἀβάκησαν πάντες Hom. все они были в недоумении.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβᾰκέω: (ἀβακὴς) εἶμαι ἄφωνος· Ἐπ. ρῆμα ἐν χρήσει μόνον ἐν ἀορ. οἱ δ’ ἀβάκησαν πάντες = εἶπον οὐδέν, δὲν ἔδωκαν προσοχήν· Ὀδ. Δ, 249.
English (Autenrieth)
aor. ἀβάκησαν: word of doubtful meaning, be unaware, suspect nothing, Od. 4.249.†
Greek Monotonic
ἀβᾰκέω: μέλ. -ήσω, είμαι άφωνος· Επικ. ρήμα που χρησιμοποιείται μόνο στον αόρ. αʹ, οἱ δ' ἀβάκησαν πάντες, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
[from ἀβακής [epic Verb only used in aor1.]
to be speechless, epic Verb only used in aor1, οἱ δ' ἀβάκησαν πάντες Od.