ἑταιρόσυνος

Revision as of 22:45, 11 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")

English (LSJ)

η, ον, friendly, afriend, AP12.247 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 1047] ον, befreundet, ἑταῖρος in obseönem

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lié d'amitié en mauv. part.
Étymologie: ἑταῖρος.

Russian (Dvoretsky)

ἑταιρόσυνος: сдружившийся, связанный дружбой Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἑταιρόσυνος: -η, -ον, φιλικός, φίλος, Ἀνθ. Π. 12. 247.

Greek Monolingual

ἑταιρόσυνος, -η, -ον (Α)
φίλος, φιλικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εταίρος + -οσυνος (πρβλ. χαρμ-όσυνος)].

Greek Monotonic

ἑταιρόσυνος: -η, -ον, φιλικός, φίλος, οικείος, γνώριμος, σε Ανθ.

Middle Liddell

[from ἑταίρα
friendly, a friend, Anth.