ὥρασι

Revision as of 22:55, 11 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")

English (LSJ)

ὥρᾱσιν (also ὥρας, Men., v. infr.), Adv.: (old loc. pl. of ὥρα (c)):—in season, in good time, μὴ ὥρασιν ἵκοιτο, as an imprecation, may he not come in season, i.e. bad luck to him! Alex.266.1, Luc.DMeretr.10.3; μὴ ὥρας σύ γε . . ἵκοιο Men.Pk.131; μὴ ὥρασ' ἵκοισθε (Dind. for ὥρας) Ar.Lys.1037(troch.); ὁ μὴ ὥρασι that fellow—bad luck to him! ib.391; μὴ ὥρασιν ἱκοίμην, εἰ . . Luc.Salt.5; also μὴ σύ γ' εἰς ὥρας ἵκοιο Babr.53.7 (cf. ὥρα (C) B.1.4).—For the form, cf. θύρασι, Ὀλυμπίασι.

German (Pape)

[Seite 1414] ὥρασιν, adv., zur rechten Zeit; Ar. Lys. 391, nach Herm. Emend. Epit. doctr. metr. p. XXI; bestätigt durch Hdn. bei Ioann. Lex. p. 35, 33. Vgl. θύρασι. So steht jetzt Luc. D. mer. 10, 3 μὴ ὥρασιν ἵκοιτο, möge er nicht das nächste Jahr erleben; vgl. D. D. 6, 4 salt. 5.

French (Bailly abrégé)

adv.
dans la saison, en temps opportun, jusqu’à maturité : μὴ ὥρασ' ἵκοισθε AR puissiez-vous ne pas atteindre le moment opportun ! càd allez au diable !.
Étymologie: ὥρα.

Russian (Dvoretsky)

ὥρᾱσι: (ν) adv. ὥρα 10] в добрый час, только в бранных выраж. Luc.: μὴ ὥρασ᾽ ἵκοισθε! Arph. будьте вы прокляты!; ὁ μὴ ὥ. Δημόστρατος! Arph. Демострат, будь он неладен!

Greek (Liddell-Scott)

ὥρᾱσι: ὥρᾱσιν, Ἐπίρρ.· (ὥρα)· ― ἐγκαίρως, κατὰ τὸν προσήκοντα καιρόν, ἐν καιρῷ, μὴ ὥρασιν ἵκοιτο, ὡς κατάρα, εἴθε νὰ μὴ ἔλθῃ ἐν καιρῷ, δηλ. νὰ μὴ φθάσῃ νὰ ἔλθῃ, Λατ. pereat, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 9, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 10· μὴ ὥρασ’ ἵκοισθε (οὕτως ὁ Δινδ. ἀντὶ ὥρας) Ἀριστοφ. Λυσ. 1037· ὁ μὴ ὥρασι, ὁ κακή του ὥρα ἐκεῖνος, αὐτόθι 391, ἔνθα ἴδε Δινδ. ― Περὶ τοῦ τύπου πρβλ. θύρασι, Ὀλυμπίασι.

Greek Monotonic

ὥρᾱσι: -ιν, επίρρ. (ὥρα), στην κατάλληλη εποχή, σε καλή στιγμή, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

[ὥρα]
in season, in good time, Ar.