lelijkheid
Dutch > Greek
ἀηδία, αἶσχος, αἶσχρος, αἰσχρότης, ἀκοσμία, ἀμορφία, ἀπρέπεια, ἀσχημοσύνη, δυσείδεια, δυσμορφία, δυσπρέπεια, δυσχέρεια, εἰδέχθεια, τὸ ἀκαλλές, τὸ ἀπρεπές, τὸ ἄσχημον, τὸ εἰδεχθές
ἀηδία, αἶσχος, αἶσχρος, αἰσχρότης, ἀκοσμία, ἀμορφία, ἀπρέπεια, ἀσχημοσύνη, δυσείδεια, δυσμορφία, δυσπρέπεια, δυσχέρεια, εἰδέχθεια, τὸ ἀκαλλές, τὸ ἀπρεπές, τὸ ἄσχημον, τὸ εἰδεχθές